Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

μνήμην τινός

  • 1 Impress

    subs.
    Mark, stamp: P. and V. χαρακτήρ, ὁ, τύπος, ὁ; see Impression.
    ——————
    v. trans.
    Stamp with a mark: P. χαρακτῆρα ἐπιβάλλειν (dat.).
    Impress the mind, astonish: P. and V. ἐκπλήσσειν.
    Persuade: P. and V. πείθειν.
    Affect: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), V. ἀνθάπτεσθαι (gen.); see Affect.
    Impress on a person, remind: P. and V. ναμιμνήσκειν (τινά τινος).
    Enjoin: P. and V. ἐπιστέλλειν (τινί τι), ἐπισκήπτειν (τινί τι); see Enjoin.
    Impress on one's mind: V. ἐγγρφεσθαι (τινί τι), θυμῷ βάλλειν (τι), P. εἰς μνήμην κατατίθεσθαί (τι).
    What is this pledge that you would wish impressed upon my mind: V. τί δʼ ἂν θέλοις, τὸ πιστὸν ἐμφῦναι φρενί (Soph., O.C. 1488).
    Impress ( favourably): P. (εὖ) διατιθέναι.
    Impress into one's service, win over: P. and V. προσποιεῖσθαι (acc.), προστθεσθαι (acc.).
    Be impressed to serve in the army: P. ἀναγκαστὸς στρατεύειν (Thuc. 7, 58).
    Those who were impressed to serve in the ships: P. οἱ ἀναγκαστοὶ εἰσβάντες (Thuc. 7, 13).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Impress

  • 2 Recall

    v. trans.
    P. ἀνακαλεῖν, μετακαλεῖν.
    Recall from banishment: P. and V. κατγειν.
    Recall to life, raise from the dead: P. and V. νγειν; see under Raise.
    Recall ( to another's mind): P. and V. ναμιμνήσκειν (τινά τι, or τινά τινος); see Remind.
    Remember: P. and V. μνησθῆναι (aor. pass. μιμνήσκειν) (acc. or gen.), ναμιμνήσκεσθαι (acc. or gen.); see Remember.
    I recalled some ancient memory: V. μνήμην παλαιὰν ἀνεμετρησάμην τινά (Eur., Ion, 250).
    Recant: see Recant.
    ——————
    subs.
    Of exiles: P. and V. κθοδος, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Recall

См. также в других словарях:

  • προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …   Dictionary of Greek

  • ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …   Православная энциклопедия

  • μελέτη — I Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας. Ήταν μία από τις τρεις Μούσες, σύμφωνα με την πρώτη τους διαίρεση. Είναι επίσης γνωστή και ως Μελετώσα. Οι τρεις Μούσες ονομάζονταν Αοιδή, Μ. και Μνήμη ή Μούσα θεά ή Υμνώ. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι Μούσες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»